- Δαμόφιλος
- Δᾱμόφῐλος a citizen of Cyrene in exile.1
ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.281
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.281
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Δαμόφιλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμοφίλου — Δαμόφιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμοφίλῳ — Δαμόφιλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμόφιλον — Δαμόφιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek